- παραπλοκη
- παραπλοκήπαρα-πλοκήἥ1) присоединение, примесь
(χυμῶν τινων Sext.)
2) рит. вплетание(τῶν ποιημάτων ἐν λόγῳ)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(χυμῶν τινων Sext.)
(τῶν ποιημάτων ἐν λόγῳ)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παραπλοκῇ — παραπλοκή weaving in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλοκή — weaving in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλοκή — ἡ, Α [παραπλέκω] 1. συνύφανση 2. ανάμιξη, ένωοη, ανακάτωμα («χυμῶν παραπλοκή», Σέξτ. Εμπ.) 3. μίξη 4. μτφ. παρεμβολή («τὰς παραπλοκὰς τῶν ποιημάτων ἐν λόγῳ», Ερμογ.) … Dictionary of Greek
παραπλοκαῖς — παραπλοκή weaving in fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλοκαί — παραπλοκή weaving in fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλοκῆς — παραπλοκή weaving in fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλοκήν — παραπλοκή weaving in fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλοκάς — παραπλοκά̱ς , παραπλοκή weaving in fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)